κούρνια

κούρνια
η
τα καλάμια ή τα στενόμακρα ξύλα πάνω στα οποία ανεβαίνουν και κοιμούνται τα πουλερικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κούρνια — η 1. τα καλάμια ή τα στενόμακρα ξύλα τού ορνιθώνα, πάνω στα οποία κοιμούνται οι όρνιθες, η κοίτη 2. (για πρόσ.) κοιτώνας, κατάλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κούρνια προήλθε πιθ. από τον διαλεκτ. τ. κορογωνιά μέσω άλλων διαλεκτ. τ.:… …   Dictionary of Greek

  • κουρνιάζω — 1. (για όρνιθες και γεν. για πνηνά) κοιμάμαι στην κούρνια, αναπαύομαι κατά τη νύχτα 2. (για ανθρώπους) βρίσκω κατάλυμα, διανυκτερεύω, βρίσκω καταφύγιο 3. κοιμάμαι νωρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κούρνια κατά το σχήμα φωλιά: φωλιάζω και κατά το συνώνυμό …   Dictionary of Greek

  • κούρνιασμα — το [κουρνιάζω] η νυχτερινή ανάπαυση τών πτηνών πάνω στην κούρνια ή πάνω σε κλαδιά δένδρων …   Dictionary of Greek

  • ξεκουρνιάζω — 1. (για πτηνά) φεύγω από την κούρνια μου, από τη φωλιά μου 2. μτφ. απομακρύνομαι («κι η τέτοια υποψία ξεκούρνιασεν απ το νου του μονάχα, όταν τ αργόδρομα γλυκοχαράματα εβάλθηκαν να διώξουν τους ήσκιους», Ζερβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * +… …   Dictionary of Greek

  • κουρνιάζω — κούρνιασα, κουρνιασμένος 1. για τα πουλερικά, κοιμάμαι στην κούρνια μου. 2. για τους ανθρώπους, διανυκτερεύω κάπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”